μέταζε: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μέταζε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[μεταξύ]] δύο χρονικών σημείων [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> [[μετέπειτα]], [[μετά]] από αυτά, αργότερα<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[μέταζε]]<br />μετὰ | |mltxt=[[μέταζε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[μεταξύ]] δύο χρονικών σημείων [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> [[μετέπειτα]], [[μετά]] από αυτά, αργότερα<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[μέταζε]]<br />μετὰ ταῦτα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετά]], [[κατά]] τα επιρρμ. σε -<i>ζε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θύραζε]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:50, 25 July 2021
English (LSJ)
Adv., (μετά) A = μεταξύ, to be read in Hes.Op.394, cf. Hdn. Gr.2.951, Sch.Il.3.29, Sch.D.T.p.278 H.; but τὰ μέταζε· μετὰ ταῦτα, Δωριεῖς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 146] hernach, hinterdrein, von der Zeit, τὰ μέταζε, Hes. O. 396, besser als die alte v. l. μεταξύ; es wird vom Schol. Il. 3, 29 u. in B. A. 945 aus dieser Stelle erwähnt.
Greek (Liddell-Scott)
μέταζε: ἐπίρρ., (μετὰ) μεταξύ ἢ μετὰ ταῦτα, τὰ μέταζε χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ μεταξύ).
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la suite.
Étymologie: μετά, -ζε.
Greek Monolingual
μέταζε (Α)
επίρρ.
1. στο μεταξύ δύο χρονικών σημείων διάστημα
2. μετέπειτα, μετά από αυτά, αργότερα
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ μέταζε
μετὰ ταῦτα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετά, κατά τα επιρρμ. σε -ζε (πρβλ. θύραζε)].
Greek Monotonic
μέταζε: (μετά), επίρρ., κατόπιν, όπισθεν, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μέταζε: adv. затем, потом, после HH, Hes.
Middle Liddell
μετά
afterwards, in the rear, Hes.