ενθένδε: Difference between revisions
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνθένδε]] και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) από εδώ, από [[εκεί]] («στῆτε παρ' ἐμέ..., [[ἐνθένδε]] θ' ὑμεΐς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ρήμ. κινήσεως) απ' εδώ, δηλ. απ' αυτόν τον κόσμο στον Άδη<br /><b>3.</b> (για χρόνο) απ' αυτόν τον χρόνο, [[μετά]] απ' αυτό<br /><b>4.</b> από ή σύμφωνα με την ακόλουθη [[σκέψη]] («[[ἐνθένδε]] ἂν μᾶλλον πᾱς τις ὁμολογήσειε ταὐτὰ | |mltxt=[[ἐνθένδε]] και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) από εδώ, από [[εκεί]] («στῆτε παρ' ἐμέ..., [[ἐνθένδε]] θ' ὑμεΐς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ρήμ. κινήσεως) απ' εδώ, δηλ. απ' αυτόν τον κόσμο στον Άδη<br /><b>3.</b> (για χρόνο) απ' αυτόν τον χρόνο, [[μετά]] απ' αυτό<br /><b>4.</b> από ή σύμφωνα με την ακόλουθη [[σκέψη]] («[[ἐνθένδε]] ἂν μᾶλλον πᾱς τις ὁμολογήσειε ταὐτὰ ταῦτα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> απ' αυτήν ακριβώς την [[πόλη]] («ἐνθένδ' [[αὐτόθεν]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (με [[άρθρο]] ως επίθ.) ο [[εξής]], ο [[ακόλουθος]], ο [[περαιτέρω]] («τὸν ἐνθένδ' ὡς ἔχει σκέψαι λόγον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ένθεν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δε</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 25 July 2021
Greek Monolingual
ἐνθένδε και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α)
επίρρ.
1. (για τόπο) από εδώ, από εκεί («στῆτε παρ' ἐμέ..., ἐνθένδε θ' ὑμεΐς», Αριστοφ.)
2. (με ρήμ. κινήσεως) απ' εδώ, δηλ. απ' αυτόν τον κόσμο στον Άδη
3. (για χρόνο) απ' αυτόν τον χρόνο, μετά απ' αυτό
4. από ή σύμφωνα με την ακόλουθη σκέψη («ἐνθένδε ἂν μᾶλλον πᾱς τις ὁμολογήσειε ταὐτὰ ταῦτα», Πλάτ.)
5. απ' αυτήν ακριβώς την πόλη («ἐνθένδ' αὐτόθεν», Αριστοφ.)
6. (με άρθρο ως επίθ.) ο εξής, ο ακόλουθος, ο περαιτέρω («τὸν ἐνθένδ' ὡς ἔχει σκέψαι λόγον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένθεν + -δε].