ομαλίζω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ὁμαλίζω]]) [[ομαλός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισοπεδώνω]], [[εξομαλύνω]] («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εξομοιώνω]], [[εξισώνω]] («μᾶλλον | |mltxt=(ΑΜ [[ὁμαλίζω]]) [[ομαλός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισοπεδώνω]], [[εξομαλύνω]] («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εξομοιώνω]], [[εξισώνω]] («μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[δίνω]] [[λύση]] σε προβληματική [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νομοθέτη) [[αμβλύνω]] τις αντιθέσεις, [[επιφέρω]] [[ισότητα]]<br /><b>2.</b> [[ανάγω]] σε ίση [[ποσότητα]] («τὰ [[σιτία]] καὶ τὸ [[ποτὸν]] ὁμαλίζειν», Διοκλ.)<br /><b>3.</b> (για την [[πέψη]]) [[λειτουργώ]] ομαλά, κανονικά<br /><b>4.</b> (για άνεμο) [[είμαι]] [[ομαλός]], [[πνέω]] [[χωρίς]] διακυμάνσεις<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ὁμαλίζομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] ολοκληρωτική [[καταστροφή]], αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ὁμαλίζω]] ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, φυσιολογικό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:30, 2 August 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμαλίζω) ομαλός
1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)
2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.)
μσν.
δίνω λύση σε προβληματική κατάσταση
αρχ.
1. (για νομοθέτη) αμβλύνω τις αντιθέσεις, επιφέρω ισότητα
2. ανάγω σε ίση ποσότητα («τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν», Διοκλ.)
3. (για την πέψη) λειτουργώ ομαλά, κανονικά
4. (για άνεμο) είμαι ομαλός, πνέω χωρίς διακυμάνσεις
5. παθ. ὁμαλίζομαι
υφίσταμαι ολοκληρωτική καταστροφή, αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)
6. φρ. «ὁμαλίζω ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — καθιστώ κάτι κανονικό, φυσιολογικό.