δευτερότοκος: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[segundogénito]]de un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929. | |dgtxt=-ον<br />[[segundogénito]] de un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> -η, -ο (AM [[δευτερότοκος]], -ον)<br /> αυτός που γεννήθηκε [[δεύτερος]], [[μετά]] τον πρωτότοκο.<br /><b>(II)</b><br /> [[δευτερότοκος]], η (AM)<br /> αυτή που γέννησε δεύτερη [[φορά]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br /> -η, -ο (AM [[δευτερότοκος]], -ον)<br /> αυτός που γεννήθηκε [[δεύτερος]], [[μετά]] τον πρωτότοκο.<br /><b>(II)</b><br /> [[δευτερότοκος]], η (AM)<br /> αυτή που γέννησε δεύτερη [[φορά]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 9 August 2021
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfanté le second, puiné CHRYS 6.356.
Étymologie: δεύτερος, τίκτω.
Spanish (DGE)
-ον
segundogénito de un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (AM δευτερότοκος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε δεύτερος, μετά τον πρωτότοκο.
(II)
δευτερότοκος, η (AM)
αυτή που γέννησε δεύτερη φορά.