αχνάρι: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χνάρι]], το<br /><b>1.</b> το [[αποτύπωμα]] του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων<br /><b>2.</b> [[ίχνος]], [[σημάδι]]<br /><b>3.</b> το [[πέλμα]] του ποδιού<br /><b>4.</b> [[μέτρο]] μήκους (όσο το [[πέλμα]] του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και [[πάει]] [[σαράντα]] χνάρια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αχνάρι]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>ιχνάριον</i>, υποκορ. του αρχ. [[ίχνος]], με [[αφομοίωση]] του αρκτικού φωνήεντος [[προς]] το [[φωνήεν]] της συλλαβής που ακολουθεί (<b>[[πρβλ]].</b> [[απάνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επάνω]], [[αργάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[εργάτης]], [[αστακός]] <span style="color: red;"><</span> [[οστακός]])].
|mltxt=και [[χνάρι]], το<br /><b>1.</b> το [[αποτύπωμα]] του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων<br /><b>2.</b> [[ίχνος]], [[σημάδι]]<br /><b>3.</b> το [[πέλμα]] του ποδιού<br /><b>4.</b> [[μέτρο]] μήκους (όσο το [[πέλμα]] του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και [[πάει]] [[σαράντα]] χνάρια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αχνάρι]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>ιχνάριον</i>, υποκορ. του αρχ. [[ίχνος]], με [[αφομοίωση]] του αρκτικού φωνήεντος [[προς]] το [[φωνήεν]] της συλλαβής που ακολουθεί ([[πρβλ]]. [[απάνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επάνω]], [[αργάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[εργάτης]], [[αστακός]] <span style="color: red;"><</span> [[οστακός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

και χνάρι, το
1. το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων
2. ίχνος, σημάδι
3. το πέλμα του ποδιού
4. μέτρο μήκους (όσο το πέλμα του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και πάει σαράντα χνάρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάρι < μσν. ιχνάριον, υποκορ. του αρχ. ίχνος, με αφομοίωση του αρκτικού φωνήεντος προς το φωνήεν της συλλαβής που ακολουθεί (πρβλ. απάνω < επάνω, αργάτης < εργάτης, αστακός < οστακός)].