αὐτόγνωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτόγνωτος]], -ον αυτός που τον αποφάσισε [[κανείς]] [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλλόγνωτος</i>, [[αρίγνωτος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[αὐτόγνωτος]], -ον αυτός που τον αποφάσισε [[κανείς]] [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]] ([[πρβλ]]. <i>αλλόγνωτος</i>, [[αρίγνωτος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόγνωτος Medium diacritics: αὐτόγνωτος Low diacritics: αυτόγνωτος Capitals: ΑΥΤΟΓΝΩΤΟΣ
Transliteration A: autógnōtos Transliteration B: autognōtos Transliteration C: aftognotos Beta Code: au)to/gnwtos

English (LSJ)

ον, A self-determined, self-willed, ὀργή S.Ant.875:—alsoαὐτό-γνωστος, ον, knowable in itself, Simp.in Ph.1250.14, Dam.Pr.80.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόγνωτος: -ον, αὐθαίρετος, σὲ δὲ αὐτόγνωτος ὤλεσ’ ὀργά, «αὐθαίρετος καὶ ἰδιογνώμων τρόπος» (Σχόλ.), Σοφ. Ἀντ. 875, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui juge ou se décide soi-même ; spontané, volontaire.
Étymologie: αὐτός, γιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
determinado por sí mismo, voluntario, espontáneo ὀργή S.Ant.875.

Greek Monolingual

αὐτόγνωτος, -ον αυτός που τον αποφάσισε κανείς μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + γνωτός < γιγνώσκω (πρβλ. αλλόγνωτος, αρίγνωτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτόγνωτος: -ον (γνῶναι), αυτός που αποφασίζει μόνος του, αυθαίρετος, ισχυρογνώμων, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόγνωτος: своевольный, своенравный (ὀργά Soph.).

Middle Liddell

γνῶναι
self-determined, self-willed, Soph.