γυιαρκής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυιαρκής]], -ές (Α)<br />αυτός που ενισχύει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρκος]] (Ι) «το όργανο ή [[μέσο]] άμυνας<br />η [[υπεράσπιση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>απαρκής</i>, [[αυτάρκης]], [[διαρκής]])].
|mltxt=[[γυιαρκής]], -ές (Α)<br />αυτός που ενισχύει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρκος]] (Ι) «το όργανο ή [[μέσο]] άμυνας<br />η [[υπεράσπιση]]» ([[πρβλ]]. <i>απαρκής</i>, [[αυτάρκης]], [[διαρκής]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 08:34, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιαρκής Medium diacritics: γυιαρκής Low diacritics: γυιαρκής Capitals: ΓΥΙΑΡΚΗΣ
Transliteration A: gyiarkḗs Transliteration B: guiarkēs Transliteration C: gyiarkis Beta Code: guiarkh/s

English (LSJ)

ές, A strengthening the limbs, νωδυνία Pi.P.3.6.

German (Pape)

[Seite 508] ές, Glieder stärkend, Pind. P. 3, 6 νωδυνίαι.

Greek (Liddell-Scott)

γυιαρκής: -ές, ὁ ἐνισχύων τά μέλη, Πίνδ. Π. 3, 12.

English (Slater)

γυιαρκής
1 strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6)

Spanish (DGE)

-ές que robustece los miembros Pi.P.3.6.

Greek Monolingual

γυιαρκής, -ές (Α)
αυτός που ενισχύει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -αρκής < άρκος (Ι) «το όργανο ή μέσο άμυνας
η υπεράσπιση» (πρβλ. απαρκής, αυτάρκης, διαρκής)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιαρκής -ές [γυῖον, ἀρκέω] die de ledematen versterkt.

Russian (Dvoretsky)

γυιαρκής: укрепляющий члены, т. е. освежающий (νωδυνία Pind.).