γυναικόφρων: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γυναικόφρων]] (-όνος), -ον (Α)<br />αυτός που έχει γυναικείο [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρην]] ( | |mltxt=[[γυναικόφρων]] (-όνος), -ον (Α)<br />αυτός που έχει γυναικείο [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρην]] ([[πρβλ]]. [[άφρων]], [[δαΐφρων]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A of woman's mind, E.Fr.362.34.
German (Pape)
[Seite 511] von weibischer Gesinnung, Eur. frg.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικόφρων: -ον, ἔχων γυναικὸς φρόνημα ἢ νοῦν, Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 34.
Spanish (DGE)
(γῠναικόφρων) -ον
que siente como las mujeres γ. γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ E.Fr.19.34M., καλλωπιστάς, γυναικόφρονας Procl.Par.Ptol.228.
Greek Monolingual
γυναικόφρων (-όνος), -ον (Α)
αυτός που έχει γυναικείο φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -φρων < φρην (πρβλ. άφρων, δαΐφρων)].
Russian (Dvoretsky)
γῠναικόφρων: ονος adj. мыслящий или чувствующий по-женски (θυμός Eur.).