βουκολίσκος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βουκολίσκος]], ο (Α)<br />[[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική [[χρήση]], η οποία δεν [[είναι]] δυνατόν να ερμηνευθεί ( | |mltxt=[[βουκολίσκος]], ο (Α)<br />[[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική [[χρήση]], η οποία δεν [[είναι]] δυνατόν να ερμηνευθεί ([[πρβλ]]. [[βουβωνίσκος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, a kind of A bandage, Gal.18(1).777.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ medic. un tipo de vendaje Gal.18(1).777.
Greek Monolingual
βουκολίσκος, ο (Α)
είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική χρήση, η οποία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί (πρβλ. βουβωνίσκος)].