γυπιάς: Difference between revisions
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γυπιάς]] (-[[άδος]]), η (Α)<br />[[βράχος]] που κατοικείται από γύπες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γυψ</i> <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ιαδ</i>- ( | |mltxt=[[γυπιάς]] (-[[άδος]]), η (Α)<br />[[βράχος]] που κατοικείται από γύπες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γυψ</i> <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ιαδ</i>- ([[πρβλ]]. [[ορεστιάς]], [[ποντιάς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
άδος, ἡ, A vulture-haunted, πέτρα A.Supp.796(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
γῠπιάς: -άδος, ἡ, ὑπὸ γυπῶν οἰκουμένη, πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 796.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
habité par les vautours.
Étymologie: γύψ.
Spanish (DGE)
(γῡπιάς) -άδος frecuentado por buitres γ. πέτρα A.Supp.796.
Greek Monolingual
γυπιάς (-άδος), η (Α)
βράχος που κατοικείται από γύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυψ + (επίθημα) -ιαδ- (πρβλ. ορεστιάς, ποντιάς)].
Russian (Dvoretsky)
γῡπιάς: άδος adj. f обитаемый коршунами (πέτρα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυπιάς -άδος [γύψ] als adj. f. vol gieren.