διαβάζω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(9)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[διαβάζω]])<br />Ι. 1. [[αναγνωρίζω]] γραπτά σύμβολα<br /><b>2.</b> (για ιερείς) [[απαγγέλλω]] λειτουργικό [[κείμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[ανάγνωση]] ενός κειμένου [[είτε]] [[νοερά]] [[είτε]] με [[απαγγελία]]<br /><b>2.</b> [[μελετώ]]<br /><b>3.</b> [[διδάσκω]] σε κάποιον [[ανάγνωση]]<br /><b>4.</b> [[προγυμνάζω]] μαθητή<br /><b>5.</b> [[συμβουλεύω]], [[νουθετώ]]<br /><b>6.</b> [[δασκαλεύω]]<br /><b>7.</b> (για ιερέα) [[απαγγέλλω]] ευχές για κάποιον, τον [[ξορκίζω]]<br /><b>8.</b> [[επιπλήττω]] κάποιον<br /><b>9.</b> (ως [[κατάρα]]) («που να σέ διαβάσει ο [[παπάς]]» — [[μακάρι]] να τρελαθείς ή να πεθάνεις)<br />II. (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>διαβασμένος</i>, -η, -ο<br />α) ο μορφωμένος, ο κατηρτισμένος<br />β) αυτός που έχει αναγνωσθεί<br />γ) αυτός για τον οποίο έχει ψαλεί η νεκρώσιμη [[ακολουθία]], ο [[νεκρός]]<br />δ) ο δασκαλεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[διαβιβάζω]] με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφορεύς]]-[[αμφορεύς]], [[διδάσκαλος]]-[[δάσκαλος]])].
|mltxt=(Μ [[διαβάζω]])<br />Ι. 1. [[αναγνωρίζω]] γραπτά σύμβολα<br /><b>2.</b> (για ιερείς) [[απαγγέλλω]] λειτουργικό [[κείμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[ανάγνωση]] ενός κειμένου [[είτε]] [[νοερά]] [[είτε]] με [[απαγγελία]]<br /><b>2.</b> [[μελετώ]]<br /><b>3.</b> [[διδάσκω]] σε κάποιον [[ανάγνωση]]<br /><b>4.</b> [[προγυμνάζω]] μαθητή<br /><b>5.</b> [[συμβουλεύω]], [[νουθετώ]]<br /><b>6.</b> [[δασκαλεύω]]<br /><b>7.</b> (για ιερέα) [[απαγγέλλω]] ευχές για κάποιον, τον [[ξορκίζω]]<br /><b>8.</b> [[επιπλήττω]] κάποιον<br /><b>9.</b> (ως [[κατάρα]]) («που να σέ διαβάσει ο [[παπάς]]» — [[μακάρι]] να τρελαθείς ή να πεθάνεις)<br />II. (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>διαβασμένος</i>, -η, -ο<br />α) ο μορφωμένος, ο κατηρτισμένος<br />β) αυτός που έχει αναγνωσθεί<br />γ) αυτός για τον οποίο έχει ψαλεί η νεκρώσιμη [[ακολουθία]], ο [[νεκρός]]<br />δ) ο δασκαλεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[διαβιβάζω]] με συλλαβική [[ανομοίωση]] ([[απλολογία]])<br />[[πρβλ]]. [[αμφιφορεύς]]-[[αμφορεύς]], [[διδάσκαλος]]-[[δάσκαλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

διαβάζω)
Ι. 1. αναγνωρίζω γραπτά σύμβολα
2. (για ιερείς) απαγγέλλω λειτουργικό κείμενο
νεοελλ.
1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου είτε νοερά είτε με απαγγελία
2. μελετώ
3. διδάσκω σε κάποιον ανάγνωση
4. προγυμνάζω μαθητή
5. συμβουλεύω, νουθετώ
6. δασκαλεύω
7. (για ιερέα) απαγγέλλω ευχές για κάποιον, τον ξορκίζω
8. επιπλήττω κάποιον
9. (ως κατάρα) («που να σέ διαβάσει ο παπάς» — μακάρι να τρελαθείς ή να πεθάνεις)
II. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διαβασμένος, -η, -ο
α) ο μορφωμένος, ο κατηρτισμένος
β) αυτός που έχει αναγνωσθεί
γ) αυτός για τον οποίο έχει ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία, ο νεκρός
δ) ο δασκαλεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβιβάζω με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία)
πρβλ. αμφιφορεύς-αμφορεύς, διδάσκαλος-δάσκαλος)].