γονυκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (για άλογα) [[εκείνος]] του οποίου τα γόνατα προεξέχουν, [[οπότε]] το [[κάτω]] από το [[γόνατο]] [[μέρος]] του ποδιού [[είναι]] κυρτό [[προς]] τα [[εμπρός]] σαν [[τόξο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακαμπής]], [[δυσκαμπής]], [[ευκαμπής]]). Η λ. [[γονυκαμπής]] ([[ίππος]]) μαρτυρείται από το 1890 στον Γεώργιο Πιλάβιο].
|mltxt=-ές (για άλογα) [[εκείνος]] του οποίου τα γόνατα προεξέχουν, [[οπότε]] το [[κάτω]] από το [[γόνατο]] [[μέρος]] του ποδιού [[είναι]] κυρτό [[προς]] τα [[εμπρός]] σαν [[τόξο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]] ([[πρβλ]]. [[ακαμπής]], [[δυσκαμπής]], [[ευκαμπής]]). Η λ. [[γονυκαμπής]] ([[ίππος]]) μαρτυρείται από το 1890 στον Γεώργιο Πιλάβιο].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (για άλογα) εκείνος του οποίου τα γόνατα προεξέχουν, οπότε το κάτω από το γόνατο μέρος του ποδιού είναι κυρτό προς τα εμπρός σαν τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -καμπής < κάμπτω (πρβλ. ακαμπής, δυσκαμπής, ευκαμπής). Η λ. γονυκαμπής (ίππος) μαρτυρείται από το 1890 στον Γεώργιο Πιλάβιο].