ετεροφωνία: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἑτεροφωνία]])<br />η [[διαφορά]] τόνου, ήχου, φωνής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να μιλά [[κάποιος]] διαφορετική [[γλώσσα]], η [[αλλοφωνία]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> ανώμαλη [[φωνή]], [[παθολογικός]] [[φωνητικός]] [[διχασμός]] μερικών ατόμων που εκφέρουν [[φωνή]] συγχρόνως σε δύο τόνους<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[αυτοσχεδιαστικός]] [[τύπος]] πολυφωνίας που συνίσταται στην ταυτόχρονη [[χρήση]] [[ελαφρά]] τροποποιημένων παραλλαγών της ίδιας μελωδίας από δύο ή περισσότερους εκτελεστές, π.χ. έναν τραγουδιστή και έναν οργανοπαίκτη<br /><b>αρχ.</b><br />[[τίτλος]] έργου του Θεοφράστου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=η (Α [[ἑτεροφωνία]])<br />η [[διαφορά]] τόνου, ήχου, φωνής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να μιλά [[κάποιος]] διαφορετική [[γλώσσα]], η [[αλλοφωνία]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> ανώμαλη [[φωνή]], [[παθολογικός]] [[φωνητικός]] [[διχασμός]] μερικών ατόμων που εκφέρουν [[φωνή]] συγχρόνως σε δύο τόνους<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[αυτοσχεδιαστικός]] [[τύπος]] πολυφωνίας που συνίσταται στην ταυτόχρονη [[χρήση]] [[ελαφρά]] τροποποιημένων παραλλαγών της ίδιας μελωδίας από δύο ή περισσότερους εκτελεστές, π.χ. έναν τραγουδιστή και έναν οργανοπαίκτη<br /><b>αρχ.</b><br />[[τίτλος]] έργου του Θεοφράστου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>heterophony</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- ([[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>phony</i> ([[πρβλ]]. [[φωνή]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (Α ἑτεροφωνία)
η διαφορά τόνου, ήχου, φωνής
νεοελλ.
1. το να μιλά κάποιος διαφορετική γλώσσα, η αλλοφωνία
2. ιατρ. ανώμαλη φωνή, παθολογικός φωνητικός διχασμός μερικών ατόμων που εκφέρουν φωνή συγχρόνως σε δύο τόνους
3. μουσ. αυτοσχεδιαστικός τύπος πολυφωνίας που συνίσταται στην ταυτόχρονη χρήση ελαφρά τροποποιημένων παραλλαγών της ίδιας μελωδίας από δύο ή περισσότερους εκτελεστές, π.χ. έναν τραγουδιστή και έναν οργανοπαίκτη
αρχ.
τίτλος έργου του Θεοφράστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterophony < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -phony (πρβλ. φωνή)].