Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευσταλής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταλής]], -ές)<br />με [[ωραίο]] [[παράστημα]] και ευπρεπή [[ενδυμασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτη) ο [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρός]] («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>4.</b> [[ευμεταχείριστος]]<br /><b>5.</b> [[άνετος]], [[εύκολος]] («πλοῡς [[εὐσταλής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>7.</b> (για [[τροφή]]) σε κανονική [[ποσότητα]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει κανονική [[διατροφή]] («ταῖς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)<br /><b>9.</b> (για ενδύματα) ο [[κομψός]]<br /><b>10.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσταλές</i><br />η κατάλληλη [[προετοιμασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσταλῶς</i> (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)<br />ευπρεπώς, με [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό<br /><b>3.</b> (για επιδέσμους) [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάλην</i> του [[στέλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σταλής</i>, <i>μονο</i>-<i>σταλής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταλής]], -ές)<br />με [[ωραίο]] [[παράστημα]] και ευπρεπή [[ενδυμασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτη) ο [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρός]] («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>4.</b> [[ευμεταχείριστος]]<br /><b>5.</b> [[άνετος]], [[εύκολος]] («πλοῡς [[εὐσταλής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>7.</b> (για [[τροφή]]) σε κανονική [[ποσότητα]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει κανονική [[διατροφή]] («ταῖς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)<br /><b>9.</b> (για ενδύματα) ο [[κομψός]]<br /><b>10.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσταλές</i><br />η κατάλληλη [[προετοιμασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσταλῶς</i> (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)<br />ευπρεπώς, με [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό<br /><b>3.</b> (για επιδέσμους) [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάλην</i> του [[στέλλω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σταλής</i>, <i>μονο</i>-<i>σταλής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)
με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία
μσν.-αρχ.
ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος
2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)
3. πρόσφορος, κατάλληλος
4. ευμεταχείριστος
5. άνετος, εύκολος («πλοῡς εὐσταλής», Σοφ.)
6. συμπαγής, στερεός
7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα
8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῖς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)
9. (για ενδύματα) ο κομψός
10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλές
η κατάλληλη προετοιμασία.
επίρρ...
εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)
ευπρεπώς, με σεμνότητα
αρχ.
1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος
2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό
3. (για επιδέσμους) στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην του στέλλω), πρβλ. α-σταλής, μονο-σταλής].