εὐμενέτης: Difference between revisions
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐμενέτης]], ὁ, θηλ. [[εὐμενέτειρα]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[ευμενής]]) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευμενής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας ( | |mltxt=[[εὐμενέτης]], ὁ, θηλ. [[εὐμενέτειρα]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[ευμενής]]) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευμενής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας ([[πρβλ]]. επικ. <i>ηχ</i>-<i>έτα</i> «[[ηχηρός]]», <i>οικ</i>-[[έτης]] «[[υπηρέτης]] που ανήκει στον οίκο»)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, poet. for εὐμενής, A well-wisher, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι Od.6.185, IG 12(8).23 (Lemnos, ii A. D.):—fem. εὐμενέτειρα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1080] ὁ, der Wohlwollende, Freund, Hom. Odyss. 6, 185; Opp. H. 5, 45.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμενέτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ εὐμενής, ὁ εὐμενῶς διακείμενος, χάρματα δ’ εὐμενέτῃσι χαραὶ δὲ τοῖς εὐμενῶς διακειμένοις, δηλ. τοῖς φίλοις, Ὀδ. Ζ. 185. ― θηλ. εὐμενέτειρα παρ’ Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
bienveillant, ami.
Étymologie: εὐμενής.
English (Autenrieth)
= εὐμενής, Od. 6.185 (opp. δυσμενής, 184).
Greek Monolingual
εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α)
(ποιητ. τ. του ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. -έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ-έτα «ηχηρός», οικ-έτης «υπηρέτης που ανήκει στον οίκο»)].
Greek Monotonic
εὐμενέτης: -ου, ὁ, Επικ. αντί εὐμενής, ειλικρινής φίλος, οπαδός, καλοθελητής, εὐμενέτῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμενέτης: ου adj. Hom. = εὐμενής.
Middle Liddell
εὐμενέτης, ου, [epic for εὐμενής,]
a well-wisher, εὐμενέτῃσι (epic dat. pl.) Od.