εὐποσία: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐποσία]], ή (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[κρασοκατάνυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκαρπία]], [[αφθονία]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωποποίηση]]) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποσία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πότης]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-<i>ποσία</i>].
|mltxt=[[εὐποσία]], ή (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[κρασοκατάνυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκαρπία]], [[αφθονία]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωποποίηση]]) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποσία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πότης]]), [[πρβλ]]. <i>οινο</i>-<i>ποσία</i>].
}}
}}

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποσία Medium diacritics: εὐποσία Low diacritics: ευποσία Capitals: ΕΥΠΟΣΙΑ
Transliteration A: euposía Transliteration B: euposia Transliteration C: efposia Beta Code: eu)posi/a

English (LSJ)

ἡ, A abundance, IPE12.140, 141 (Olbia); θεὰ Εὐ. Judeich Altertümer von Hierapolis 26.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποσία: ἡ, = εὐβοσία, καλὴ βοσκή, εὐκαρπία, εὐθηνεία, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, Struve ἐν φυλλαδίῳ (1866) σ. 26-7, πρβλ. Κουμανούδ. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

εὐποσία, ή (ΑΜ)
μσν.
κρασοκατάνυξη
αρχ.
1. ευκαρπία, αφθονία
2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ποσία (< πότης), πρβλ. οινο-ποσία].