ζωόφυτος: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ζώφυτος]] [[ζωόφυτος]] και [[ζώφυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, [[ζωογόνος]], [[γονιμοποιός]] («ἡ γῆ [[ζώφυτος]] οὖσα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» — τα φυτά, <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έμ</i>-<i>φυτος</i>, [[κατά]]-<i>φυτος</i>].
|mltxt=και [[ζώφυτος]] [[ζωόφυτος]] και [[ζώφυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, [[ζωογόνος]], [[γονιμοποιός]] («ἡ γῆ [[ζώφυτος]] οὖσα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» — τα φυτά, <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. <i>έμ</i>-<i>φυτος</i>, [[κατά]]-<i>φυτος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωόφῠτος Medium diacritics: ζωόφυτος Low diacritics: ζωόφυτος Capitals: ΖΩΟΦΥΤΟΣ
Transliteration A: zōóphytos Transliteration B: zōophytos Transliteration C: zoofytos Beta Code: zwo/futos

English (LSJ)

ον,= A ζώφυτος ΙΙ, μέρη Plu.2.701c. II ζωόφῠτον, τό, zoöphyte, S.E.P.1.41 codd. 2 = ἀείζωον τὸ μέγα Ps.-Dsc.4.88.

Greek (Liddell-Scott)

ζωόφῠτος: -ον, = ζώφυτος, Πλούτ. 2. 701Β. ΙΙ. ζῳόφυτον, τό, πλάσμα μεταξὺ ζῴου καὶ φυτοῦ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 18. 1, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ζώφυτος.

Greek Monolingual

και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, -ον (Α)
1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.)
2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» — τα φυτά, Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ-φυτος, κατά-φυτος].