θήραρχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θήραρχος]], ὁ (Α)<br />ο [[οδηγός]] ελεφάντων, αυτός που διαθέτει και εξουσιάζει ελέφαντες [[κατά]] τον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αρχός]]<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έπ</i>-<i>αρχος</i>, [[ταξί]]-<i>αρχος</i>].
|mltxt=[[θήραρχος]], ὁ (Α)<br />ο [[οδηγός]] ελεφάντων, αυτός που διαθέτει και εξουσιάζει ελέφαντες [[κατά]] τον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αρχός]]<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), [[πρβλ]]. <i>έπ</i>-<i>αρχος</i>, [[ταξί]]-<i>αρχος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήραρχος Medium diacritics: θήραρχος Low diacritics: θήραρχος Capitals: ΘΗΡΑΡΧΟΣ
Transliteration A: thḗrarchos Transliteration B: thērarchos Transliteration C: thirarchos Beta Code: qh/rarxos

English (LSJ)

ὁ, A commander of two elephants, Ascl.Tact.9, Ael.Tact.23:—hence θηρ-αρχία, ἡ, his command, Ascl.Tact.9.

German (Pape)

[Seite 1208] ὁ, Aufseher über Elephanten, Ael. Tact. 22.

Greek (Liddell-Scott)

θήραρχος: ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἐλέφαντα, Αἰλ. Τακτ. 23· πρβλ. ζῴαρχος.

Greek Monolingual

θήραρχος, ὁ (Α)
ο οδηγός ελεφάντων, αυτός που διαθέτει και εξουσιάζει ελέφαντες κατά τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αρχος (< αρχός< άρχω), πρβλ. έπ-αρχος, ταξί-αρχος].