θυτεῖον: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=θυτεῑον, τὸ (Α)<br />ορισμένος [[τόπος]] όπου τελούνται θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυτ</i>- ( | |mltxt=θυτεῑον, τὸ (Α)<br />ορισμένος [[τόπος]] όπου τελούνται θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυτ</i>- ([[πρβλ]]. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. <i>θυτός</i> [μαρτυρείται μόνο τ. <i>ά</i>-<i>θυτος</i>]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είον</i> ([[πρβλ]]. <i>αστεροσκοπ</i>-<i>είον</i>, <i>ιερ</i>-<i>είον</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:50, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, (θύω A) A place for sacrificing, Aeschin.3.122.
German (Pape)
[Seite 1228] τό, der Opferplatz, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
θῠτεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτελοῦντο θυσίαι, Αἰσχίν. 70, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
emplacement pour le sacrifice.
Étymologie: θύω¹.
Greek Monolingual
θυτεῑον, τὸ (Α)
ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ- (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά-θυτος]) + κατάλ. -είον (πρβλ. αστεροσκοπ-είον, ιερ-είον)].
Greek Monotonic
θῠτεῖον: τό (θύω Α), τόπος θυσίας, μέρος για τέλεση θυσιών, σε Αισχίν.
Middle Liddell
θῠτεῖον, ου, τό, [θύω1]
a place for sacrificing, Aeschin.