Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κήλαστρος: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κήλαστρος]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[πρίνος]], [[κηλάστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κήλασ</i>-<i>τρος</i> / <i>τρον</i>. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[κήλαστρος]] / -<i>τρον</i> [[κατά]] <i>δέπασ</i>-<i>τρον</i>, <i>ζύγασ</i>-<i>τρον</i>. Η λ.συνδέεται πιθ. με τον τ. [[κήλη]], ενώ κατ' άλλους προήλθε από τον τ. [[κήλον]] «[[βέλος]], [[ξύλο]]», λόγω τών μυτερών φύλλων του φυτού].<br /><b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κηλαστρίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>celastrus</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κήλαστρος]], <i>η</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κήλαστρος]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[πρίνος]], [[κηλάστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κήλασ</i>-<i>τρος</i> / <i>τρον</i>. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[κήλαστρος]] / -<i>τρον</i> [[κατά]] <i>δέπασ</i>-<i>τρον</i>, <i>ζύγασ</i>-<i>τρον</i>. Η λ.συνδέεται πιθ. με τον τ. [[κήλη]], ενώ κατ' άλλους προήλθε από τον τ. [[κήλον]] «[[βέλος]], [[ξύλο]]», λόγω τών μυτερών φύλλων του φυτού].<br /><b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας κηλαστρίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>celastrus</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κήλαστρος]], <i>η</i>].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήλαστρος Medium diacritics: κήλαστρος Low diacritics: κήλαστρος Capitals: ΚΗΛΑΣΤΡΟΣ
Transliteration A: kḗlastros Transliteration B: kēlastros Transliteration C: kilastros Beta Code: kh/lastros

English (LSJ)

ἡ, = ἡ κηλάστρα.

Greek (Liddell-Scott)

κήλαστρος: ἡ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 5., 4. 1, 3· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κήλαστρον, τό, αὐτόθι 1. 9, 3., 3. 3, 1, κτλ.· ― ἀειθαλές τι δένδρον.

Greek Monolingual

(I)
κήλαστρος, ἡ (Α)
το φυτό πρίνος, κηλάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλασ-τρος / τρον. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλαστρος / -τρον κατά δέπασ-τρον, ζύγασ-τρον. Η λ.συνδέεται πιθ. με τον τ. κήλη, ενώ κατ' άλλους προήλθε από τον τ. κήλον «βέλος, ξύλο», λόγω τών μυτερών φύλλων του φυτού].
(II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κηλαστρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. celastrus < αρχ. ελλ. κήλαστρος, η].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: holly, Ilex aquifolium (Thphr.); κηλάστραι σκαφίδες, ἀγγεῖα ποιμενικά. η δένδρα H
Other forms: -ον n.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like δέπαστρον, κάναστρον, ζύγαστρον (s. vv.). the suffix is Pre-Greek..

Frisk Etymology German

κήλαστρος: {kḗlastros}
Forms: -ον n.
Grammar: f.,
Meaning: Stechpalme, Ilex aquifolium (Thphr.), κηλάστραι· σκαφίδες, ἀγγεῖα ποιμενικά. ἢ δένδρα H.
Etymology : Bildung wie z. B. δέπαστρον, κάναστρον, ζύγαστρον (s. dd.). Herkunft unbekannt; die Anknüpfung an κηλίς (Bq) erfordert eine semantische Begründung. Hofmann Et. Wb. d. Griech. erinnert an bask. gorostri Stechpalme.
Page 1,838