καλαθηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλαθηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατά [[καλάθι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Καλαθηφόροι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Ευβούλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καλαθηφόρος]] [[αντί]] [[καλαθοφόρος]] για μετρικούς λόγους<br />προέρχεται από [[κάλαθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θανατη</i>-[[φόρος]], [[στεφανηφόρος]].
|mltxt=[[καλαθηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατά [[καλάθι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Καλαθηφόροι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Ευβούλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καλαθηφόρος]] [[αντί]] [[καλαθοφόρος]] για μετρικούς λόγους<br />προέρχεται από [[κάλαθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>θανατη</i>-[[φόρος]], [[στεφανηφόρος]].
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰθηφόρος Medium diacritics: καλαθηφόρος Low diacritics: καλαθηφόρος Capitals: ΚΑΛΑΘΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kalathēphóros Transliteration B: kalathēphoros Transliteration C: kalathiforos Beta Code: kalaqhfo/ros

English (LSJ)

ον, A basket-carrying, Hsch.: Καλαθηφόροι, title of play by Eubulus.

German (Pape)

[Seite 1306] korbtragend, Hesych., οἱ κ., Titel einer Komödie des Eubulus.

Greek Monolingual

καλαθηφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που κρατά καλάθι
2. στον πληθ. Καλαθηφόροι
τίτλος δράματος του Ευβούλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί καλαθοφόρος για μετρικούς λόγους
προέρχεται από κάλαθος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη-φόρος, στεφανηφόρος.