κακόθρους: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]] («[[κακόθρους]] [[λόγος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-[[θρους]], <i>πολύ</i>-[[θρους]]].
|mltxt=[[κακόθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]] («[[κακόθρους]] [[λόγος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i>), [[πρβλ]]. <i>ηδύ</i>-[[θρους]], <i>πολύ</i>-[[θρους]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακόθρους Medium diacritics: κακόθρους Low diacritics: κακόθρους Capitals: ΚΑΚΟΘΡΟΥΣ
Transliteration A: kakóthrous Transliteration B: kakothrous Transliteration C: kakothrous Beta Code: kako/qrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κακόθροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κακόθροος.

Greek Monolingual

κακόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικόςκακόθρους λόγος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ-θρους, πολύ-θρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend.

Middle Liddell

κᾰκό-θρους, ουν
evil-speaking, slanderous, Soph.