Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταβόστρυχος: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόστρυχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-[[βόστρυχος]], <i>χρυσο</i>-[[βόστρυχος]]].
|mltxt=[[καταβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόστρυχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]»), [[πρβλ]]. <i>ελικο</i>-[[βόστρυχος]], <i>χρυσο</i>-[[βόστρυχος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:14, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβόστρῠχος Medium diacritics: καταβόστρυχος Low diacritics: καταβόστρυχος Capitals: ΚΑΤΑΒΟΣΤΡΥΧΟΣ
Transliteration A: katabóstrychos Transliteration B: katabostrychos Transliteration C: katavostrychos Beta Code: katabo/struxos

English (LSJ)

ον, A with flowing locks, νεανίας E.Ph.146 (lyr.), cf. Aristaenet.2.19, Hld.7.10.

German (Pape)

[Seite 1340] lockig; νεανίας Eur. Phoen. 148; Heliod. 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καταβόστρῠχος: -ον, κομῶν τοῖς βοστρύχοις, πολλοὺς ἔχων βοστρύχους, «μὲ φουντωτὰ μαλλιά», νεανίας Εὐρ. Φοίν. 146, Ἀρισταίν. 2. 19, Ἡλιόδ. 7. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux boucles pendantes.
Étymologie: κατά, βόστρυχος.

Greek Monolingual

καταβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικο-βόστρυχος, χρυσο-βόστρυχος].

Greek Monotonic

καταβόστρῡχος: -ον, αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταβόστρῠχος: с длинными кудрями, кудрявый (νεανίας Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβόστρυχος -ον [κατά, βόστρυχος] met lange krullen.

Middle Liddell

κατα-βόστρῡχος, ον
with flowing locks, Eur.