κατάσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάσαρκος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φοριέται [[πάνω]] ακριβώς από τη [[σάρκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πολύ [[σαρκώδης]], [[παχύσαρκος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατάσαρκα]] (Μ [[κατάσαρκα]])<br />ακριβώς [[πάνω]] από τη [[σάρκα]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>σαρκος</i>, [[περί]]-<i>σαρκος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάσαρκος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που φοριέται [[πάνω]] ακριβώς από τη [[σάρκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πολύ [[σαρκώδης]], [[παχύσαρκος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κατάσαρκα]] (Μ [[κατάσαρκα]])<br />ακριβώς [[πάνω]] από τη [[σάρκα]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>σαρκος</i>, [[περί]]-<i>σαρκος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάσαρκος Medium diacritics: κατάσαρκος Low diacritics: κατάσαρκος Capitals: ΚΑΤΑΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: katásarkos Transliteration B: katasarkos Transliteration C: katasarkos Beta Code: kata/sarkos

English (LSJ)

ον, A fleshy, plump, Agatharch.Fr.Hist.7 J., Sor.2.57, Antyll. ap. Orib.7.12.8, Alciphr.Fr.5.3; gloss on σωμασκίας, Hdn. Epim.130.

German (Pape)

[Seite 1377] mit Fleisch versehen, fleischig; Ath. XII, 550 c; Ggstz κατάξηρος, Alciphr. frg. 5.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσαρκος: -ον, λίαν σαρκώδης, πολύσαρκος, εὐτραφής, κ. καὶ καταπίμελος Ὀρειβ., Ἀθήν. 550C, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5, ἀντίθ. τῷ κατάξηρος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάσαρκος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα
αρχ.
πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος.
επίρρ...
κατάσαρκακατάσαρκα)
ακριβώς πάνω από τη σάρκα του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν-σαρκος, περί-σαρκος].