κατασταμνίζω: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασταμνίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μεταγγίζω]] [[κρασί]] από [[βυτίο]] σε μικρότερο πήλινο [[αγγείο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οἶνος]] κατεσταμνισμένος» — [[κρασί]] σε [[σταμνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταμνίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάμνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>συ</i>-<i>σταμνίζω</i>].
|mltxt=[[κατασταμνίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μεταγγίζω]] [[κρασί]] από [[βυτίο]] σε μικρότερο πήλινο [[αγγείο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οἶνος]] κατεσταμνισμένος» — [[κρασί]] σε [[σταμνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταμνίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάμνος]]), [[πρβλ]]. <i>συ</i>-<i>σταμνίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασταμνίζω Medium diacritics: κατασταμνίζω Low diacritics: κατασταμνίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΜΝΙΖΩ
Transliteration A: katastamnízō Transliteration B: katastamnizō Transliteration C: katastamnizo Beta Code: katastamni/zw

English (LSJ)

A draw off wine into a smaller vessel (στάμνος), rack off, bottle, οἶνος κατεσταμνισμένος wine in bottle, Thphr.CP2.18.4; λάγυνοι κατεσταμνισμένοι bottles of wine, Nicostr.Com.11:—Act., Com. ap. Poll.7.162.

Greek (Liddell-Scott)

κατασταμνίζω: μεταγγίζω τὸν οἶνον ἐκ τῶν βυτίων εἰς μικρότερον ἀγγεῖον σταμνίον (στάμνος), οἶνος κατεσταμνισμένος, οἶνος εἰς στάμνας ἢ «φιάλας» τεθειμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 4· λάγυνοι κατεσταμνισμένοι, «φιάλαι» πεπληρωμέναι οἴνου, Νικόστρ. ἐν «Ἑκάτῃ» 1· τὸ κατασταμνίζειν τὸν οἶνον οἱ ποιηταὶ τῆς μέσης κωμῳδίας λέγουσι καὶ κατερᾶν Πολυδ. (Ζ΄, 162)·- μεταφορ., καταπίνω, ῥοφῶ.

Greek Monolingual

κατασταμνίζω (Α)
1. μεταγγίζω κρασί από βυτίο σε μικρότερο πήλινο αγγείο
2. φρ. «οἶνος κατεσταμνισμένος» — κρασί σε σταμνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σταμνίζω (< στάμνος), πρβλ. συ-σταμνίζω].