κατάπονος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καταπονημένος, κουρασμένος, [[κατάκοπος]]<br /><b>2.</b> εξασθενημένος, εξαντλημένος<br /><b>3.</b> (για [[ποίηση]] ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος<br /><b>4.</b> [[επίπονος]], [[κουραστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>πονος</i>, <i>σύμ</i>-<i>πονος</i>].
|mltxt=[[κατάπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καταπονημένος, κουρασμένος, [[κατάκοπος]]<br /><b>2.</b> εξασθενημένος, εξαντλημένος<br /><b>3.</b> (για [[ποίηση]] ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος<br /><b>4.</b> [[επίπονος]], [[κουραστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόνος]]), [[πρβλ]]. <i>επί</i>-<i>πονος</i>, <i>σύμ</i>-<i>πονος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπονος Medium diacritics: κατάπονος Low diacritics: κατάπονος Capitals: ΚΑΤΑΠΟΝΟΣ
Transliteration A: katáponos Transliteration B: kataponos Transliteration C: kataponos Beta Code: kata/ponos

English (LSJ)

ον, A tired, wearied, ἀθλητής Plu. Sull.29; worn out, exhausted, of cattle, PLond.3.1170v462 (iii A. D.); ὑπ' ἀλλήλων Plu.Alc.25. II laboured, of poetry or works of art, Id.Tim.36; wearisome, λατρεία LXX 3 Ma.4.14; κ. βάρος Phld.D. 3.13.

German (Pape)

[Seite 1371] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπονος: -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ ἔφεδρος ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. κοπιώδης, ἐπίπονος, πόνους προξενῶν, ὀχληρός, λατρεία Μακκαβ. 3. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fatigué, épuisé.
Étymologie: κατά, πόνος.

Greek Monolingual

κατάπονος, -ον (Α)
1. καταπονημένος, κουρασμένος, κατάκοπος
2. εξασθενημένος, εξαντλημένος
3. (για ποίηση ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος
4. επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πονος (< πόνος), πρβλ. επί-πονος, σύμ-πονος].

Greek Monotonic

κατάπονος: -ον, κουρασμένος, κατάκοπος, εξουθενωμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατάπονος: ослабленный, изнуренный, надломленный (τὴν ψυχήν Plut.): ποιεῖν ἀμφοτέρους καταπόνους ὑπ᾽ ἀλλήλων Plut. предоставить обеим сторонам ослаблять друг друга; τῆς δυνάμεως ὑπερτόνου γενομένης καὶ καταπόνου Plut. когда силы перенапряглись и (затем) надорвались.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-πονος -ον afgemat:. ἀθλητὴς κατάπονος een uitgeputte atleet Plut. Sull. 29.1. waaraan veel moeite is besteed.

Middle Liddell

κατά-πονος, ον
tired, wearied, Plut.