κηριτρεφής: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κηριτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε [[αθλιότητα]] («[[ὑπὲρ]] κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φθείρει την [[υγεία]], αυτός που θανατώνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κηρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κήρ</i> [Ι]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> ([[τρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), | |mltxt=[[κηριτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε [[αθλιότητα]] («[[ὑπὲρ]] κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φθείρει την [[υγεία]], αυτός που θανατώνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κηρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κήρ</i> [Ι]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> ([[τρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>ανεμο</i>-<i>τρεφής</i>, <i>υδατο</i>-<i>τρεφής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, τρέφω) A born to misery, ἄνθρωποι Hes.Op.418, cf. Orac. ap. Sch.E.Ph.638.
German (Pape)
[Seite 1433] ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνθρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κηριτρεφής: -ές, (τρέφω) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, θανατηφόρος, Συνέσ. 329C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 né pour le malheur, infortuné;
2 qui cause la mort.
Étymologie: κήρ, τρέφω.
Greek Monolingual
κηριτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.)
2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι- (< κήρ [Ι]) + -τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο-τρεφής, υδατο-τρεφής].
Greek Monotonic
κηριτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που έχει συνθραφεί με την αθλιότητα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κηριτρεφής: рожденный на погибель, обреченный на смерть (ἄνθρωποι Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk.