κηλώνειον: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κηλώνειον]] και [[κηλώνιον]] και ιων. τ. κηλωνήϊον)<br />το ξύλινο [[δοκάρι]] με το οποίο ανασύρεται ο [[κάδος]] με το [[νερό]] από τα πηγάδια, κν. [[γεράνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκαμών</i>-<i>ειον</i>, [[χελών]]-<i>ειον</i>)].
|mltxt=το (Α [[κηλώνειον]] και [[κηλώνιον]] και ιων. τ. κηλωνήϊον)<br />το ξύλινο [[δοκάρι]] με το οποίο ανασύρεται ο [[κάδος]] με το [[νερό]] από τα πηγάδια, κν. [[γεράνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κήλων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειον</i> ([[πρβλ]]. <i>σκαμών</i>-<i>ειον</i>, [[χελών]]-<i>ειον</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλώνειον Medium diacritics: κηλώνειον Low diacritics: κηλώνειον Capitals: ΚΗΛΩΝΕΙΟΝ
Transliteration A: kēlṓneion Transliteration B: kēlōneion Transliteration C: kiloneion Beta Code: khlw/neion

English (LSJ)

Ion. κηλωνήϊον, τό, = κήλων (swipe, swing-beam, he-ass, stallion) I, Hdt. 1.193, 6.119, Ar. Fr. 679, Arist. Mech. 857a34, Aen.Tact. 39.7, PCair. Zen. 155 (iii BC), Gal. UP 7.7 ; — written κηλώνιον, Apollod. Poliorc. 162.8, al.

German (Pape)

[Seite 1431] τό, ion. κηλωνήϊον, Brunnenschwengel am Ziehbrunnen; ἀντλέεται κηλωνηΐῳ Her. 9, 119; Ar. frg. 554. S. κηλώνιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
machine pour tirer de l’eau, pompe.
Étymologie: DELG κήλων.

Greek Monolingual

το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον)
το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. -ειον (πρβλ. σκαμών-ειον, χελών-ειον)].

Russian (Dvoretsky)

κηλώνειον: ион. κηλωνήϊον, v. l. κηλώνιον τό колодезный журавль Her., Arph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηλώνειον -ου, τό, Ion. κηλωνήιον [κήλων: zwengel] pompzwengel (om water te putten).