κεφαλίδα: Difference between revisions
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[κεφαλίς]], -[[ίδος]])<br />μικρό [[κεφάλι]], [[κεφαλάκι]] («κεφαλίδας ἥλων», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τίτλος]] εντύπου ή κεφαλαίου ο [[οποίος]] σε [[μερικά]] βιβλία αναγράφεται στην [[κορυφή]] [[κάθε]] σελίδας<br /><b>2.</b> [[ρητό]] ή [[απόφθεγμα]] που προτάσσεται σε [[βιβλίο]] ή σε [[κεφάλαιο]] βιβλίου, άρθρου ή μελέτης<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κεφαλίδες</i><br />οι κορυφές τών πύργων, οι επάλξεις, τα μπεντένια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για κίονα) το [[κιονόκρανο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> το [[σχοινί]] της πλώρης, τα [[γούμενα]] της πλώρης του πλοίου<br /><b>2.</b> το μπροστινό [[μέρος]] υποδήματος<br /><b>3.</b> το [[πόδι]] στο οποίο στηρίζεται [[τραπέζι]], [[πιθανώς]] μονόποδο<br /><b>4.</b> [[κεφάλαιο]] ή [[τμήμα]] ή [[ουσιώδης]] [[περίοδος]] λόγου σε [[βιβλίο]] («ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῡ», ΠΔ)<br /><b>5.</b> το [[άκρο]], το [[τέλος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «κεφαλὶς βιβλίου» — τα περιεχόμενα χειρόγραφου βιβλίου με [[σχήμα]] κυλίνδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κεφαλ</i>-<i>ίς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> / -[[ίδος]] ( | |mltxt=η (ΑΜ [[κεφαλίς]], -[[ίδος]])<br />μικρό [[κεφάλι]], [[κεφαλάκι]] («κεφαλίδας ἥλων», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τίτλος]] εντύπου ή κεφαλαίου ο [[οποίος]] σε [[μερικά]] βιβλία αναγράφεται στην [[κορυφή]] [[κάθε]] σελίδας<br /><b>2.</b> [[ρητό]] ή [[απόφθεγμα]] που προτάσσεται σε [[βιβλίο]] ή σε [[κεφάλαιο]] βιβλίου, άρθρου ή μελέτης<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κεφαλίδες</i><br />οι κορυφές τών πύργων, οι επάλξεις, τα μπεντένια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για κίονα) το [[κιονόκρανο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> το [[σχοινί]] της πλώρης, τα [[γούμενα]] της πλώρης του πλοίου<br /><b>2.</b> το μπροστινό [[μέρος]] υποδήματος<br /><b>3.</b> το [[πόδι]] στο οποίο στηρίζεται [[τραπέζι]], [[πιθανώς]] μονόποδο<br /><b>4.</b> [[κεφάλαιο]] ή [[τμήμα]] ή [[ουσιώδης]] [[περίοδος]] λόγου σε [[βιβλίο]] («ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῡ», ΠΔ)<br /><b>5.</b> το [[άκρο]], το [[τέλος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «κεφαλὶς βιβλίου» — τα περιεχόμενα χειρόγραφου βιβλίου με [[σχήμα]] κυλίνδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κεφαλ</i>-<i>ίς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> / -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. <i>βιβλ</i>-<i>ίς</i>, <i>δεσμ</i>-<i>ίς</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (ΑΜ κεφαλίς, -ίδος)
μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.)
νεοελλ.
1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας
2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου, άρθρου ή μελέτης
μσν.
στον πληθ. αἱ κεφαλίδες
οι κορυφές τών πύργων, οι επάλξεις, τα μπεντένια
μσν.-αρχ.
(για κίονα) το κιονόκρανο
αρχ.
1. στον πληθ. το σχοινί της πλώρης, τα γούμενα της πλώρης του πλοίου
2. το μπροστινό μέρος υποδήματος
3. το πόδι στο οποίο στηρίζεται τραπέζι, πιθανώς μονόποδο
4. κεφάλαιο ή τμήμα ή ουσιώδης περίοδος λόγου σε βιβλίο («ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῡ», ΠΔ)
5. το άκρο, το τέλος
6. φρ. «κεφαλὶς βιβλίου» — τα περιεχόμενα χειρόγραφου βιβλίου με σχήμα κυλίνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. κεφαλ-ίς < κεφαλή + κατάλ. -ίς / -ίδος (πρβλ. βιβλ-ίς, δεσμ-ίς)].