κεφαλίδα
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
η (ΑΜ κεφαλίς, -ίδος)
μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.)
νεοελλ.
1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας
2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου, άρθρου ή μελέτης
μσν.
στον πληθ. αἱ κεφαλίδες
οι κορυφές τών πύργων, οι επάλξεις, τα μπεντένια
μσν.-αρχ.
(για κίονα) το κιονόκρανο
αρχ.
1. στον πληθ. το σχοινί της πλώρης, τα γούμενα της πλώρης του πλοίου
2. το μπροστινό μέρος υποδήματος
3. το πόδι στο οποίο στηρίζεται τραπέζι, πιθανώς μονόποδο
4. κεφάλαιο ή τμήμα ή ουσιώδης περίοδος λόγου σε βιβλίο («ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῦ», ΠΔ)
5. το άκρο, το τέλος
6. φρ. «κεφαλὶς βιβλίου» — τα περιεχόμενα χειρόγραφου βιβλίου με σχήμα κυλίνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. κεφαλ-ίς < κεφαλή + κατάλ. -ίς / -ίδος (πρβλ. βιβλίς, δεσμίς)].