κατήφορος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Μ [[κατήφορος]])<br />[[δρόμος]] [[επικλινής]], [[έδαφος]] κατηφορικό, [[κατηφοριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δρόμος]] που οδηγεί στην [[καταστροφή]] ή σε ηθικό ξεπεσμό, [[πτώση]] (α. «η [[επιχείρηση]] πήρε τον κατήφορο» β. «η [[κόρη]] του πήρε τον κατήφορο»)<br /><b>2.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] που υποβοηθεί α. «βρήκε ο [[κουτσός]] κατήφορο» β. «στον ανήφορο σέ [[θέλω]], όχι στον κατήφορο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατώφορος]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κατωφερής]]<br />το -<i>η</i>- του τ. [[κατήφορος]] οφείλεται σε ρηματική [[αύξηση]] (<i>κατήφερε</i> [[αντί]] <i>κατέφερε</i>) του [[καταφέρω]], | |mltxt=ο (Μ [[κατήφορος]])<br />[[δρόμος]] [[επικλινής]], [[έδαφος]] κατηφορικό, [[κατηφοριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δρόμος]] που οδηγεί στην [[καταστροφή]] ή σε ηθικό ξεπεσμό, [[πτώση]] (α. «η [[επιχείρηση]] πήρε τον κατήφορο» β. «η [[κόρη]] του πήρε τον κατήφορο»)<br /><b>2.</b> [[ευκολία]], [[ευχέρεια]] που υποβοηθεί α. «βρήκε ο [[κουτσός]] κατήφορο» β. «στον ανήφορο σέ [[θέλω]], όχι στον κατήφορο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατώφορος]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κατωφερής]]<br />το -<i>η</i>- του τ. [[κατήφορος]] οφείλεται σε ρηματική [[αύξηση]] (<i>κατήφερε</i> [[αντί]] <i>κατέφερε</i>) του [[καταφέρω]], [[πρβλ]]. [[ανήφορος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο (Μ κατήφορος)
δρόμος επικλινής, έδαφος κατηφορικό, κατηφοριά
νεοελλ.
1. μτφ. δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή ή σε ηθικό ξεπεσμό, πτώση (α. «η επιχείρηση πήρε τον κατήφορο» β. «η κόρη του πήρε τον κατήφορο»)
2. ευκολία, ευχέρεια που υποβοηθεί α. «βρήκε ο κουτσός κατήφορο» β. «στον ανήφορο σέ θέλω, όχι στον κατήφορο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατώφορος < αρχ. κατωφερής
το -η- του τ. κατήφορος οφείλεται σε ρηματική αύξηση (κατήφερε αντί κατέφερε) του καταφέρω, πρβλ. ανήφορος].