κολπεκτομή: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] κολπικού τοιχώματος, [[συνήθως]] μερική, [[κατά]] την [[εκτέλεση]] της εγχείρησης για [[κυστεοκήλη]], [[ορθοκήλη]] ή [[πρόπτωση]] της μήτρας<br /><b>2.</b> ριζική [[εγχείρηση]] αφαίρεσης ενός παραρρινικού κόλπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>colpectomie</i> <span style="color: red;"><</span> <i>colp</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ectomie</i> (<span style="color: red;"><</span> νεολατ. -<i>ectomia</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐκτομή]])].
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] κολπικού τοιχώματος, [[συνήθως]] μερική, [[κατά]] την [[εκτέλεση]] της εγχείρησης για [[κυστεοκήλη]], [[ορθοκήλη]] ή [[πρόπτωση]] της μήτρας<br /><b>2.</b> ριζική [[εγχείρηση]] αφαίρεσης ενός παραρρινικού κόλπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>colpectomie</i> <span style="color: red;"><</span> <i>colp</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ectomie</i> (<span style="color: red;"><</span> νεολατ. -<i>ectomia</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐκτομή]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. αφαίρεση κολπικού τοιχώματος, συνήθως μερική, κατά την εκτέλεση της εγχείρησης για κυστεοκήλη, ορθοκήλη ή πρόπτωση της μήτρας
2. ριζική εγχείρηση αφαίρεσης ενός παραρρινικού κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpectomie < colp(o)- < κόλπος) + -ectomie (< νεολατ. -ectomia < ἐκτομή)].