κοφτός: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κοπτός]], -ή, -όν) [[κόπτω]]<br />κομμένος («κοφτό μακαρονάκι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[κοπή]] ή [[τομή]] («κοφτές βεντούζες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κοφτά [[λόγια]]» — σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα [[λόγια]]<br />β) «κοφτή [[κουταλιά]]» — [[κουταλιά]] όχι πολύ γεμάτη, [[περιεχόμενο]] κουταλιού που δεν ξεπερνά το [[χείλος]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κοπανισμένος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[κοπτή]]<br />μικρή αρωματική [[παστίλια]] που χρησιμοποιούνταν ως [[φάρμακο]] διεγερτικό ή [[κατά]] της δυσπεψίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κοπτή]] [[σησαμίς]]» ή, [[απλώς]], «[[κοπτή]]» — [[πίτα]] από κοπανισμένο [[σησάμι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοφτά</i><br /><b>1.</b> κομμένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθά]] κοφτά» — απερίφραστα, [[χωρίς]] ελιγμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Κοφτός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]) με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ράπτης]] &GT; [[ράφτης]])].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κοπτός]], -ή, -όν) [[κόπτω]]<br />κομμένος («κοφτό μακαρονάκι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[κοπή]] ή [[τομή]] («κοφτές βεντούζες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κοφτά [[λόγια]]» — σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα [[λόγια]]<br />β) «κοφτή [[κουταλιά]]» — [[κουταλιά]] όχι πολύ γεμάτη, [[περιεχόμενο]] κουταλιού που δεν ξεπερνά το [[χείλος]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κοπανισμένος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[κοπτή]]<br />μικρή αρωματική [[παστίλια]] που χρησιμοποιούνταν ως [[φάρμακο]] διεγερτικό ή [[κατά]] της δυσπεψίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κοπτή]] [[σησαμίς]]» ή, [[απλώς]], «[[κοπτή]]» — [[πίτα]] από κοπανισμένο [[σησάμι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοφτά</i><br /><b>1.</b> κομμένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθά]] κοφτά» — απερίφραστα, [[χωρίς]] ελιγμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Κοφτός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]) με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- ([[πρβλ]]. [[ράπτης]] > [[ράφτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κοπτός, -ή, -όν) κόπτω
κομμένος («κοφτό μακαρονάκι»)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με κοπή ή τομή («κοφτές βεντούζες»)
2. φρ. «κοφτά λόγια» — σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα λόγια
β) «κοφτή κουταλιά» — κουταλιά όχι πολύ γεμάτη, περιεχόμενο κουταλιού που δεν ξεπερνά το χείλος του
αρχ.
1. κοπανισμένος
2. το θηλ. ως ουσ.κοπτή
μικρή αρωματική παστίλια που χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο διεγερτικό ή κατά της δυσπεψίας
3. φρ. «κοπτή σησαμίς» ή, απλώς, «κοπτή» — πίτα από κοπανισμένο σησάμι.
επίρρ...
κοφτά
1. κομμένα
2. φρ. «ορθά κοφτά» — απερίφραστα, χωρίς ελιγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κοφτός < κοπτός (< κόπτω) με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. ράπτης > ράφτης)].