κροτησμός: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κροτησμός]], ὁ (Α)<br />[[κρότος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κροτώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ησμός</i> ( | |mltxt=[[κροτησμός]], ὁ (Α)<br />[[κρότος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κροτώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ησμός</i> ([[πρβλ]]. <i>ορχ</i>-<i>ησμός</i>, <i>χρ</i>-<i>ησμός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:02, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A = κρότος, [ἀσπὶς] πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα A.Th.561.
German (Pape)
[Seite 1513] ὁ, = Vorigem; πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ' ὑπὸ πτόλιν Aesch. Spt. 543, vom Schleudern der Lanzen auf die Schilder, das einen hellen Klang hervorbringt.
Greek (Liddell-Scott)
κροτησμός: ὁ, = κρότος, εἰκώ... πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα, ὑφισταμένη πυκνὰ κτυπήματα, ἐπὶ τῶν κτυπημάτων καὶ τοῦ κρότου τῶν ἐπὶ τῆς φερούσης τὴν εἰκόνα ἀσπίδος ῥιπτομένων δοράτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 561.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bruit de choses qui s’entrechoquent.
Étymologie: κροτέω.
Greek Monolingual
κροτησμός, ὁ (Α)
κρότος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροτώ + επίθημα -ησμός (πρβλ. ορχ-ησμός, χρ-ησμός)].
Greek Monotonic
κροτησμός: ὁ = κρότος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κροτησμός: ὁ удары, стук, лязг Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροτησμός -οῦ, ὁ [κροτέω] gebeuk.
Middle Liddell
κροτησμός, οῦ, [from κροτέω = κρότος, Aesch.]