κωλακρέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωλακρέτης]] και [[κωλαγρέτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[τίτλος]] άρχοντα της αρχαίας Αθήνας, [[καθώς]] και άλλων [[πόλεων]], ο [[οποίος]] ασχολούνταν με τα οικονομικά της πόλης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κωλακρέτου [[γάλα]]»<br />(κωμικά) [[δικαστικός]] [[μισθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κωλαγρέτης]], με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>γ</i>- σε -<i>κ</i>-, <span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]] «[[μέλος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]] «[[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαμαγρέτας</i>. Αρχικά η λ. δήλωνε [[μάλλον]] αυτόν που μάζευε τα [[μέλη]] (<i>κῶλα</i>) των σφαγίων στις θυσίες].
|mltxt=[[κωλακρέτης]] και [[κωλαγρέτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[τίτλος]] άρχοντα της αρχαίας Αθήνας, [[καθώς]] και άλλων [[πόλεων]], ο [[οποίος]] ασχολούνταν με τα οικονομικά της πόλης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κωλακρέτου [[γάλα]]»<br />(κωμικά) [[δικαστικός]] [[μισθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κωλαγρέτης]], με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>γ</i>- σε -<i>κ</i>-, <span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]] «[[μέλος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]] «[[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]]»), [[πρβλ]]. <i>μαμαγρέτας</i>. Αρχικά η λ. δήλωνε [[μάλλον]] αυτόν που μάζευε τα [[μέλη]] (<i>κῶλα</i>) των σφαγίων στις θυσίες].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλακρέτης Medium diacritics: κωλακρέτης Low diacritics: κωλακρέτης Capitals: ΚΩΛΑΚΡΕΤΗΣ
Transliteration A: kōlakrétēs Transliteration B: kōlakretēs Transliteration C: kolakretis Beta Code: kwlakre/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, name of a financial official in early Athens and elsewhere (cf. foreg.), IG12.19.13, al., Arist.Ath. 7.3, Ar.V.695, Av.1541; κωλακρέτου γάλα, comically for the μισθὸς δικαστικός, Id.V.724. (Written κωλαγρέτης in Cod. Rav. of Ar., Tim. Lex.; derivation from κωλᾶς ἀγρεῖν or ἀγείρειν perh. implied by Suid.A s.v. κωλακρέτης.)

German (Pape)

[Seite 1542] ὁ (od. eigtl. κωλαγρέτης, von κωλῆ ἀγείρω, wie auch Tim. lex. Plat. steht), Sammler der Opferstücke, ein uraltes, vorsolonisches Staatsamt in Athen; seit Klisthenes sind die Kolakreten überhaupt ταμίαι τῶν εἰς θεοὺς ἀναλωμάτων, besorgen also auch öffentliche Speisungen u. Opfermahle, bekommen aber von den Opferthieren die Häute u. die Füße; sie zahlen aber auch den Richtersold aus, vgl. Tim. lez., Schol. Ar. Vesp. 695; dah. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, du paßt auf den Zahler, um nur deine drei Obolen Richtersold zu bekommen, Ar. ibd.; so stehen Ach. 1541 τὸν κωλακρέτην τὰ τριώβολα neben einander; komisch κωλακρέτου γάλα πίνειν, Vesp. 724, das Geld des Zahlmeisters, mit Anspielung auf ὀρνίθων γάλα. Es waren ihrer zwölf nach der Zahl der Phratrien. Vgl. Böckh Staatshaush. I p. 186 ff. u. Ruhnk. zu Tim. 171. S. auch ἀποδέκτης.

French (Bailly abrégé)

mieux que κωλαγρέτης;
ου (ὁ) :
primit. celui qui dépeçait les victimes ; plus tard colacrétès, fonctionnaire chargé à Athènes de percevoir les frais de justice ou certaines taxes rituelles et d’en appliquer le produit au service du culte.
Étymologie: par assimil. p. κωλαγρέτης, de κῶλον, ἀγείρω.

Greek Monolingual

κωλακρέτης και κωλαγρέτης, ὁ (Α)
1. τίτλος άρχοντα της αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά της πόλης
2. φρ. «κωλακρέτου γάλα»
(κωμικά) δικαστικός μισθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή του -γ- σε -κ-, < κῶλον «μέλος» + -αγρέτης (< ἀγείρω «συγκεντρώνω, μαζεύω»), πρβλ. μαμαγρέτας. Αρχικά η λ. δήλωνε μάλλον αυτόν που μάζευε τα μέλη (κῶλα) των σφαγίων στις θυσίες].

Russian (Dvoretsky)

κωλακρέτης: арх. κωλαγρέτης, ου ὁ колакрет, сборщик судебных обложений (в далекой древности, колакреты занимались сбором частей животных для жертвоприношений, впоследствии же их обязанности свелись к сбору судебных налогов и их расходованию): κωλακρέτου γάλα Arph. шутл. молоко колакрета, т. е. судейское жалованье.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωλακρέτης -ου, ὁ [κῶλον, ἀγείρω] kolakreet (financieel bestuurder in Athene die aan juryleden hun daggeld betaalde). Aristoph. Ve. 695.