λαθητικός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαθητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την [[προσοχή]] των άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ητικός</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[μανθάνω]] - [[μαθητής]] / [[μαθητός]] - [[μαθητικός]].
|mltxt=[[λαθητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την [[προσοχή]] των άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>- του [[λανθάνω]] ([[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ητικός</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[μανθάνω]] - [[μαθητής]] / [[μαθητός]] - [[μαθητικός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰθητικός Medium diacritics: λαθητικός Low diacritics: λαθητικός Capitals: ΛΑΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lathētikós Transliteration B: lathētikos Transliteration C: lathitikos Beta Code: laqhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A likely to escape detection, Arist.Rh.1372a21.

German (Pape)

[Seite 5] der sich leicht verbergen kann, leicht verborgen bleibt, λαθητικοί εἰσιν οἵ τ' ἐναντίοι τοῖς ἐγκλήμασιν, οἷον ἀσθενὴς περὶ αἰκίας, Arist. rhet. 1, 12, was er selbst auch ausdrückt δύνανται καὶ πράττειν καὶ λανθάνειν.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰθητικός: -ή, -όν, ὁ διαφεύγων ἢ δυνάμενος νὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se cache volontiers, qui aime à se cacher.
Étymologie: λανθάνω.

Greek Monolingual

λαθητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την προσοχή των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' -λαθ-ον) + επίθημα -ητικός κατά το σχήμα μανθάνω - μαθητής / μαθητός - μαθητικός.

Greek Monotonic

λᾰθητικός: -ή, -όν, αυτός που δύναται να διαφύγει της προσοχής των άλλων, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰθητικός: легко скрывающийся, могущий без труда скрыться Arst.

Middle Liddell

λᾰθητικός, ή, όν
likely to escape notice, Arist.