λαμπηδόνα: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λαμπηδών]], -όνος)<br />[[λάμψη]], [[ακτινοβολία]], [[στιλπνότητα]] («ἐνέπλησαν αὐγῆς σιδήρου καὶ λαμπηδόνος χαλκοῡ τὸ [[πεδίον]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μυθικό [[φυτό]] με θαυματουργές ιδιότητες το οποίο [[είναι]] αφανές [[κατά]] την [[ημέρα]] και φωτεινό [[κατά]] τη [[νύχτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγαλοπρέπεια]], [[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]] <span style="color: red;">+</span> εκφρ. [[επίθημα]] -<i>ηδών</i> ( | |mltxt=η (AM [[λαμπηδών]], -όνος)<br />[[λάμψη]], [[ακτινοβολία]], [[στιλπνότητα]] («ἐνέπλησαν αὐγῆς σιδήρου καὶ λαμπηδόνος χαλκοῡ τὸ [[πεδίον]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μυθικό [[φυτό]] με θαυματουργές ιδιότητες το οποίο [[είναι]] αφανές [[κατά]] την [[ημέρα]] και φωτεινό [[κατά]] τη [[νύχτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεγαλοπρέπεια]], [[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]] <span style="color: red;">+</span> εκφρ. [[επίθημα]] -<i>ηδών</i> ([[πρβλ]]. <i>αλγ</i>-<i>ηδών</i>, <i>αχθ</i>-<i>ηδών</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (AM λαμπηδών, -όνος)
λάμψη, ακτινοβολία, στιλπνότητα («ἐνέπλησαν αὐγῆς σιδήρου καὶ λαμπηδόνος χαλκοῡ τὸ πεδίον», Πλούτ.)
νεοελλ.
μυθικό φυτό με θαυματουργές ιδιότητες το οποίο είναι αφανές κατά την ημέρα και φωτεινό κατά τη νύχτα
αρχ.
μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + εκφρ. επίθημα -ηδών (πρβλ. αλγ-ηδών, αχθ-ηδών)].