μεγάνωρ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγάνωρ]], -ορος, ὁ και ἡ (Α)<br />[[μεγαλήνωρ]], αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνήρ]] ( | |mltxt=[[μεγάνωρ]], -ορος, ὁ και ἡ (Α)<br />[[μεγαλήνωρ]], αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνήρ]] ([[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>άνωρ</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:45, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, A = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Pi.O.1.2.
German (Pape)
[Seite 108] ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.
Greek (Liddell-Scott)
μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Πινδ. Ο. 1. 4.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
c. μεγαλήνωρ.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.
English (Slater)
μεγᾱνωρ
1 lordly μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)
Greek Monolingual
μεγάνωρ, -ορος, ὁ και ἡ (Α)
μεγαλήνωρ, αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + ἀνήρ (πρβλ. πολυ-άνωρ)].
Greek Monotonic
μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδροπρεπής, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγάνωρ: ορος (ᾱ) adj. дор. Pind. = μεγαλήνωρ.
Middle Liddell
μεγ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
man-exalting, Pind.