μαιμάσσω: Difference between revisions

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαιμάσσω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[μαιμώ]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] τρόμο σε κάποιον, [[τρομάζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μαιμάω]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -(<i>ά</i>)<i>σσω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαιμ</i>-<i>άσσω</i>)].
|mltxt=[[μαιμάσσω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[μαιμώ]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] τρόμο σε κάποιον, [[τρομάζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μαιμάω]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -(<i>ά</i>)<i>σσω</i> ([[πρβλ]]. <i>λαιμ</i>-<i>άσσω</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιμάσσω Medium diacritics: μαιμάσσω Low diacritics: μαιμάσσω Capitals: ΜΑΙΜΑΣΣΩ
Transliteration A: maimássō Transliteration B: maimassō Transliteration C: maimasso Beta Code: maima/ssw

English (LSJ)

A = μαιμάω, AP9.272 (Bianor); ἐμαίμασσεν ἐκ κοιλίας μητρός LXX Jb.38.8; dub.l., ib.Je.4.19.

Greek (Liddell-Scott)

μαιμάσσω: τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 272· - μαιμάζω· «μαιμάζει, σφύζει, κλονεῖται πηδᾷ, κυματοῦται, καχλάζει, καταδαπανᾶται, καταναλίσκει» παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

c. μαιμάω.

Greek Monolingual

μαιμάσσω (AM)
1. μαιμώ
2. προκαλώ τρόμο σε κάποιον, τρομάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμάω που εμφανίζει επίθημα -(ά)σσω (πρβλ. λαιμ-άσσω)].

Greek Monotonic

μαιμάσσω: = το επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μαιμάσσω: быть охваченным сильным желанием, жаждать Anth.

Middle Liddell

μαιμάσσω, = μαιμάω, Anth.]