μελίκηρον: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελίκηρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κερί]] που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, [[κηρήθρα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αμπέλου, [[μελικηρίς]] («γεννᾱται δ' ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ [[βοτάνη]] κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ [[παρόμοιος]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελίκηρος]], με [[αλλαγή]] γένους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρητινό</i>-<i>κηρον</i>)].
|mltxt=[[μελίκηρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κερί]] που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, [[κηρήθρα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αμπέλου, [[μελικηρίς]] («γεννᾱται δ' ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ [[βοτάνη]] κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ [[παρόμοιος]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελίκηρος]], με [[αλλαγή]] γένους ([[πρβλ]]. <i>ρητινό</i>-<i>κηρον</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:04, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίκηρον Medium diacritics: μελίκηρον Low diacritics: μελίκηρον Capitals: ΜΕΛΙΚΗΡΟΝ
Transliteration A: melíkēron Transliteration B: melikēron Transliteration C: melikiron Beta Code: meli/khron

English (LSJ)

τό, = μελικηρίς (honeycomb) III, Theoc. 20.27 (dub.), Poll. 1.254, Hsch. = μελικηρίς (kind of vine) IV, Ps.-Plu. Fluv. 19.2.

German (Pape)

[Seite 123] τό, der Honig oder Wachskuchen der Bienen, Theocr. 20, 27. Bei Plut. fluv. 19, 2 eine Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

μελίκηρον: τό, = τῷ προηγ., Θεόκρ. 20. 27, Πολυδ. Α΄, 254. ΙΙ. = μελικηρὶς IV, Ψευδο-Πλούτ. 2. 1160C.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de vin.
Étymologie: μέλι, κηρός.

Greek Monolingual

μελίκηρον, τὸ (Α)
1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα
2. είδος αμπέλου, μελικηρίς («γεννᾱται δ' ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους (πρβλ. ρητινό-κηρον)].

Greek Monotonic

μελίκηρον: τό, κερί μέλισσας, κηρήθρα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μελίκηρον: (ῐ) τό пчелиные соты Theocr., Plut.

Middle Liddell

μελί-κηρον, ου, τό,
a honey-comb, Theocr.