μηνώ: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ μηνῶ -άω και [[μηνάγω]])<br /><b>1.</b> [[ειδοποιώ]] ή [[παραγγέλλω]] μέσω ενός προσώπου ή εγγράφως, [[στέλνω]] σε κάποιον [[μήνυμα]]<br /><b>2.</b> [[αναγγέλλω]], [[γνωστοποιώ]], [[φανερώνω]], [[ανακοινώνω]] («μού μήνυσε πως [[είναι]] [[άρρωστος]]»)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]]<br /><b>4.</b> [[στέλνω]] και [[προσκαλώ]] κάποιον<br /><b>5.</b> [[πληροφορώ]]<br /><b>6.</b> [[ζητώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «μηνῶ χαρτίν» ή «μηνῶ χαρτία» — [[στέλνω]] [[έγγραφο]] [[μήνυμα]], [[εντολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστ. σχηματισμένος από τον αόρ. <i>εμήνυσα</i> του [[μηνύω]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐ</i>-<i>μίλη</i>-<i>σα</i>: <i>μιλῶ</i> ( | |mltxt=(Μ μηνῶ -άω και [[μηνάγω]])<br /><b>1.</b> [[ειδοποιώ]] ή [[παραγγέλλω]] μέσω ενός προσώπου ή εγγράφως, [[στέλνω]] σε κάποιον [[μήνυμα]]<br /><b>2.</b> [[αναγγέλλω]], [[γνωστοποιώ]], [[φανερώνω]], [[ανακοινώνω]] («μού μήνυσε πως [[είναι]] [[άρρωστος]]»)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]]<br /><b>4.</b> [[στέλνω]] και [[προσκαλώ]] κάποιον<br /><b>5.</b> [[πληροφορώ]]<br /><b>6.</b> [[ζητώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «μηνῶ χαρτίν» ή «μηνῶ χαρτία» — [[στέλνω]] [[έγγραφο]] [[μήνυμα]], [[εντολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστ. σχηματισμένος από τον αόρ. <i>εμήνυσα</i> του [[μηνύω]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐ</i>-<i>μίλη</i>-<i>σα</i>: <i>μιλῶ</i> ([[πρβλ]]. [[μεθύω]]: <i>ἐ</i>-[[μέθυ]]-<i>σα</i>: <i>μεθῶ</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
(Μ μηνῶ -άω και μηνάγω)
1. ειδοποιώ ή παραγγέλλω μέσω ενός προσώπου ή εγγράφως, στέλνω σε κάποιον μήνυμα
2. αναγγέλλω, γνωστοποιώ, φανερώνω, ανακοινώνω («μού μήνυσε πως είναι άρρωστος»)
3. διατάζω
4. στέλνω και προσκαλώ κάποιον
5. πληροφορώ
6. ζητώ
μσν.
φρ. «μηνῶ χαρτίν» ή «μηνῶ χαρτία» — στέλνω έγγραφο μήνυμα, εντολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος από τον αόρ. εμήνυσα του μηνύω κατά το σχήμα ἐ-μίλη-σα: μιλῶ (πρβλ. μεθύω: ἐ-μέθυ-σα: μεθῶ)].