μηνώ
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek Monolingual
(Μ μηνῶ -άω και μηνάγω)
1. ειδοποιώ ή παραγγέλλω μέσω ενός προσώπου ή εγγράφως, στέλνω σε κάποιον μήνυμα
2. αναγγέλλω, γνωστοποιώ, φανερώνω, ανακοινώνω («μού μήνυσε πως είναι άρρωστος»)
3. διατάζω
4. στέλνω και προσκαλώ κάποιον
5. πληροφορώ
6. ζητώ
μσν.
φρ. «μηνῶ χαρτίν» ή «μηνῶ χαρτία» — στέλνω έγγραφο μήνυμα, εντολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος από τον αόρ. εμήνυσα του μηνύω κατά το σχήμα ἐ-μίλη-σα: μιλῶ (πρβλ. μεθύω: ἐ-μέθυ-σα: μεθῶ)].