μισθουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισθουργός]], ὁ (Α)<br />ο εργαζόμενος με [[μισθό]], ο [[μισθωτής]] [[εργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαχαιρ</i>-<i>ουργός</i>, <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[μισθουργός]], ὁ (Α)<br />ο εργαζόμενος με [[μισθό]], ο [[μισθωτής]] [[εργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. <i>μαχαιρ</i>-<i>ουργός</i>, <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθουργός Medium diacritics: μισθουργός Low diacritics: μισθουργός Capitals: ΜΙΣΘΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: misthourgós Transliteration B: misthourgos Transliteration C: misthourgos Beta Code: misqourgo/s

English (LSJ)

ὁ, A hired workman, Hsch. s.v. λάτρις.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, Lohnarbeiter, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μισθουργός: ὁ, ἐργάτης μισθωτός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάτρις.

Greek Monolingual

μισθουργός, ὁ (Α)
ο εργαζόμενος με μισθό, ο μισθωτής εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός, στιχ-ουργός].