μονογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[γνώμη]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δύστροπος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[εξουσία]], [[απολυταρχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[μονογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[γνώμη]], [[ισχυρογνώμων]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δύστροπος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[εξουσία]], [[απολυταρχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονογνώμων Medium diacritics: μονογνώμων Low diacritics: μονογνώμων Capitals: ΜΟΝΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: monognṓmōn Transliteration B: monognōmōn Transliteration C: monognomon Beta Code: monognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A self-willed, wayward, Ptol.Tetr.158 (Comp., 168), Vett.Val.12.4. II invested with supreme authority, D.H.2.12,5.71.

German (Pape)

[Seite 202] ον, der seinem eigenen Urtheile folgt, selbstständig, eigenmächtig, D. Hal. 5, 71.

Greek (Liddell-Scott)

μονογνώμων: -ον, δύστροπος, δύσκολος, ἰδιογνώμων, Διον. Ἁλ. 2. 12., 5. 71.

Greek Monolingual

μονογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο γνώμη, ισχυρογνώμων
2. (κατ' επέκτ.) δύστροπος
3. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία, απολυταρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ισχυρο-γνώμων.