χρυσάρματος: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χρυσό [[άρμα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χρυσάρματος]]<br />[[προσωνυμία]] της Σελήνης<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάρματοι</i><br />[[σώμα]] της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]], -<i>ατος</i>), | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χρυσό [[άρμα]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χρυσάρματος]]<br />[[προσωνυμία]] της Σελήνης<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάρματοι</i><br />[[σώμα]] της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άρματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅρμα]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. <i>χαλκ</i>-<i>άρματος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:27, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with or in car of gold, Ἀθάνα B.12.194; Μήνα Pi.O.3.19; also of heroes, Id.P.5.9, I.6(5).19. II οἱ χ., of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175.
German (Pape)
[Seite 1379] mit, auf goldenem Wagen, Pind. Μήνη Ol. 3, 20, Κάστωρ P. 5, 9, Αἰακίδαι I. 5, 17, Θῆβαι frg. 207.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ἅρμα χρυσοῦν, ἐπὶ χρυσοῦ ἅρματος ὀχούμενος, ἐπίθετον τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 35· ὡσαύτως ἐπὶ ἡρώων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 10, ἐν Ι. 6 (5). 27· ― οἱ χρυσάρματοι, σῶμά τι τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως, Πολυδ. Α΄, 175.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au char d’or.
Étymologie: χρυσός, ἅρμα.
English (Slater)
χρῡσάρματος, -ον
1 with golden chariot χρυσάρματος Μήνα (O. 3.19) χρυσαρμάτου Κάστορος (P. 5.9) ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) (I. 6.19) cf. Σ, (P. 2.) inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον εἰς τὸ τὰς Θήβας χρυσαρμάτους προσαγορεύειν (ad βρισαρμάτοις Δ. 2. 26 spectare putat Snell: potuit poeta singularem numerum usurpare, nott. Turyn) fr. 323.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει χρυσό άρμα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσάρματος
προσωνυμία της Σελήνης
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι
σώμα της βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα, -ατος), πρβλ. χαλκ-άρματος].
Greek Monotonic
χρῡσάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ή βρίσκεται μέσα σε χρυσό άρμα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσάρμᾰτος: восседающий или едущий на золотой колеснице (Μήνη, Αἰακίδαι Pind.).