Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρηματοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3_47-test)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν<br />[[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] [[που]] παρέχει τα αναγκαία για τη [[λειτουργία]] μιας επιχείρησης ή για τη [[διεξαγωγή]] μιας δραστηριότητας χρηματικά [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρήμα]], <i>χρήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
|mltxt=ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν<br />[[φυσικό]] ή νομικό [[πρόσωπο]] [[που]] παρέχει τα αναγκαία για τη [[λειτουργία]] μιας επιχείρησης ή για τη [[διεξαγωγή]] μιας δραστηριότητας χρηματικά [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρήμα]], <i>χρήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] ([[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-[[δότης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει τα αναγκαία για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + δότης (πρβλ. αιμο-δότης). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].