μόνιππος: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνιππος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο [[άλογο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μόνιππο</i><br />[[άμαξα]] που σύρεται από ένα μόνο [[άλογο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[μόνιππος]]<br />[[άλογο]] ελεύθερο το οποίο τρέχει [[χωρίς]] [[άρμα]] σε [[ιπποδρομία]]<br /><b>2.</b> [[ιππέας]] που χρησιμοποιεί ένα μόνο [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνιππος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο [[άλογο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μόνιππο</i><br />[[άμαξα]] που σύρεται από ένα μόνο [[άλογο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[μόνιππος]]<br />[[άλογο]] ελεύθερο το οποίο τρέχει [[χωρίς]] [[άρμα]] σε [[ιπποδρομία]]<br /><b>2.</b> [[ιππέας]] που χρησιμοποιεί ένα μόνο [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] ([[πρβλ]]. <i>λεύκ</i>-<i>ιππος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:32, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A single horse, riding-horse, opp. chariot-horse, X.Cyr. 6.4.1, Pl.Lg.834c, GDI4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.Fr.259. II as Adj., μ. ἱππεῖς Poll.1.141.
German (Pape)
[Seite 202] ein einzelnes Pferd, Rennpferd, μονίπποις ἆθλα τιθέντες, Plat. Legg. VIII, 834 b; bei Xen. Cyr. 6, 4, 1 den ἵπποις ὑπὸ τοῖς ἅρμασι entgegengesetzt. – Der mit einem Pferde einen Wettkampf anstellt, Eust. 1539, 29, Poll. 1, 141.
Greek (Liddell-Scott)
μόνιππος: -ον, ὁ χρώμενος ἑνὶ μόνῳ ἵππῳ, ἱππεύς, ἔφιππος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν ἐφ’ ἅρματος ὀχούμενον, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1, Πλάτ. Νόμ. 834Β, πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1539. 29, Πολυδ. Α΄, 141· πρβλ. μονάμπυξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cheval attelé ou monté seul ; ὁ μόνιππος cheval de selle.
Étymologie: μόνος, ἵππος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μόνιππος -ον)
νεοελλ.
1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο
2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο
άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος
άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία
2. ιππέας που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ἵππος (πρβλ. λεύκ-ιππος)].
Greek Monotonic
μόνιππος: -ον, αυτός που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο, ιππέας, καβαλάρης, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μόνιππος: ὁ одиночный, т. е. верховой конь (οἱ μὲν μόνιπποι - οἱ δ᾽ ὑπὸ τοῖς ἅρμασιν Xen.).
Middle Liddell
μόν-ιππος, ον
one who uses a single horse, a horseman, rider, Xen., etc.