ψυχαναγκασμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br /><b>ιατρ.</b> [[εισβολή]], στη [[σκέψη]], ιδέας, αισθήματος ή τάσης, που φαίνεται στο [[άτομο]] ως νοσηρό [[φαινόμενο]] σε [[ασυμφωνία]] με το ενσυνείδητο εγώ του, [[μολονότι]] εκπορεύεται από τον δικό του ψυχισμό, και που εξακολουθεί να υπάρχει [[παρά]] τις προσπάθειες του ασθενούς να απαλλαγεί από αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[αναγκάζω]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, | |mltxt=ο, Ν<br /><b>ιατρ.</b> [[εισβολή]], στη [[σκέψη]], ιδέας, αισθήματος ή τάσης, που φαίνεται στο [[άτομο]] ως νοσηρό [[φαινόμενο]] σε [[ασυμφωνία]] με το ενσυνείδητο εγώ του, [[μολονότι]] εκπορεύεται από τον δικό του ψυχισμό, και που εξακολουθεί να υπάρχει [[παρά]] τις προσπάθειες του ασθενούς να απαλλαγεί από αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[αναγκάζω]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>compulsion</i> και <i>obsession</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, Ν
ιατρ. εισβολή, στη σκέψη, ιδέας, αισθήματος ή τάσης, που φαίνεται στο άτομο ως νοσηρό φαινόμενο σε ασυμφωνία με το ενσυνείδητο εγώ του, μολονότι εκπορεύεται από τον δικό του ψυχισμό, και που εξακολουθεί να υπάρχει παρά τις προσπάθειες του ασθενούς να απαλλαγεί από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + αναγκάζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. compulsion και obsession].