ἀκαλός: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
mNo edit summary |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκαλός]], -ή, -ὸν (AM)<br />[[ήσυχος]], [[ειρηνικός]], [[πράος]]<br />([[ποταμός]]) «ἀκαλὰ προρέων» (<b>Ησίοδ.</b> απ. 218)<br />ήρεμο, αθόρυβο ([[ποτάμι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκὴ</i> «[[ησυχία]], [[γαλήνη]], [[σιγαλιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αλὸς</i> ( | |mltxt=[[ἀκαλός]], -ή, -ὸν (AM)<br />[[ήσυχος]], [[ειρηνικός]], [[πράος]]<br />([[ποταμός]]) «ἀκαλὰ προρέων» (<b>Ησίοδ.</b> απ. 218)<br />ήρεμο, αθόρυβο ([[ποτάμι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκὴ</i> «[[ησυχία]], [[γαλήνη]], [[σιγαλιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αλὸς</i> ([[πρβλ]]. [[ομαλός]], [[απαλός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, (ἀκᾶ, ἀκήν) A peaceful, still, ἀκαλὰ προρέων, of a river, Hes.Fr.218; ἄκαλα κλόνει Sapph.Supp.19, cf. Hsch . . Eust.1009.30, EM44.29. Adv. ἀκαλῶς Eust. 1871.54. ἀκάλως, Adv., (καλός) unwell, ἐὰν οὐκ ἀ. ἔχῃς, χαίρω POxy.1676.22 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 67] (vgl. ἀκέων), sanft, ruhig, = ἤκαλος, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαλός: -ή, -όν, ὅμοιον τῷ ἤκαλος, εἰρηνικός, ἄψοφος, ἤρεμος, ἥσυχος, Ἡσύχ., Εὐστ. 1009. 30, Ἐτυμ. Μ. 44, 29. - Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
silencieux, tranquille, pacifique.
Étymologie: ἀκήν.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰλός) -ή, -όν
• Alolema(s): lesb. ἄκᾰλος Sapph.43.5
• Prosodia: [ᾰ-]
1 tranquilo, calmoso neutro plu. como adv. ἀκαλὰ προρέων Hes.Fr.339, ἄκαλα κλόνει Sapph.43.5, cf. 86.1, ἀκαλὰ κτυπήσω Lyr.Adesp.475.1S., cf. Hsch., Eust.1009.30, EM α 607, Et.Gen.α 291, 292, Et.Sym.α 353, Tz.Comm.Ar.1.45.9.
2 adv. ἀκαλῶς = tranquilamente Eust.1871.55.
Greek Monolingual
ἀκαλός, -ή, -ὸν (AM)
ήσυχος, ειρηνικός, πράος
(ποταμός) «ἀκαλὰ προρέων» (Ησίοδ. απ. 218)
ήρεμο, αθόρυβο (ποτάμι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκὴ «ησυχία, γαλήνη, σιγαλιά» + -αλὸς (πρβλ. ομαλός, απαλός)].