ἀσχέδωρος: Difference between revisions
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσχέδωρος]], ο (Α)<br />[[ονομασία]] του αγριόχοιρου στη Μεγάλη [[Ελλάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ο τ. [[ασχέδωρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σχε</i>-<i>δορF</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ανασχείν</i> <span style="color: red;">+</span> [[δόρυ]] «αυτός που προβάλλει [[αντίσταση]] στο [[ακόντιο]]» ( | |mltxt=[[ἀσχέδωρος]], ο (Α)<br />[[ονομασία]] του αγριόχοιρου στη Μεγάλη [[Ελλάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ο τ. [[ασχέδωρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σχε</i>-<i>δορF</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ανασχείν</i> <span style="color: red;">+</span> [[δόρυ]] «αυτός που προβάλλει [[αντίσταση]] στο [[ακόντιο]]» ([[πρβλ]]. <i>μεν</i>-<i>εγχής</i>, <i>μεν</i>-<i>αίχμης</i> «ο [[καρτερικός]] στη [[μάχη]]»). Ο τ. ανήκει στη διάλεκτο της Μεγάλης Ελλάδας και αποτελεί εκφραστική [[ονομασία]] του αγριόχοιρου]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A wild boar, in Magna Graecia, A.Fr.261, Sciras I.
German (Pape)
[Seite 382] ὁ, hieß der Eber in Sicilien, Aesch. frg. 240 bei Ath. IX, 402 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχέδωρος: ὁ, κάπρος, ὡς ἐκαλεῖτο ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἑλλάδι, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 252), Σκληρίας παρ’ Ἀθην. 402Β.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jabalí A.Fr.261, Sciras 1, Ath.402b, Eust.774.23.
• Etimología: De *ἀνσχεδορϝος comp. de ἀνασχεῖν y δόρυ, q.u.
Greek Monolingual
ἀσχέδωρος, ο (Α)
ονομασία του αγριόχοιρου στη Μεγάλη Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ασχέδωρος < αν-σχε-δορF-ος < ανασχείν + δόρυ «αυτός που προβάλλει αντίσταση στο ακόντιο» (πρβλ. μεν-εγχής, μεν-αίχμης «ο καρτερικός στη μάχη»). Ο τ. ανήκει στη διάλεκτο της Μεγάλης Ελλάδας και αποτελεί εκφραστική ονομασία του αγριόχοιρου].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: wild boar in Magna Graecia (A. Fr. 191)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Kretschmer KZ 36, 267f. proposed Doric *ἀν-σχε-δορϜ-ος who resists the lance, originally an epithet; cf. μεν-έγχης, μεν-αίχμης; s. also on ἀλέκτωρ (s. ἀλεκτρυών). Bolling, Lg. 12, 1936,220 posited -δωρϜος. Possible at best.
Frisk Etymology German
ἀσχέδωρος: {askhédōros}
Grammar: m.
Meaning: der wilde Eber (A. Fr. 191, Skiras 1)
Etymology : Wahrscheinlich mit Kretschmer KZ 36, 267f. dorisch für *ἀνσχεδορϝος der Lanze widerstehend, "Trotzespeer" als ursprüngliches Epithet; vgl. μενέγχης, μεναίχμης; s. auch zu ἀλέκτωρ (s. ἀλεκτρυών).
Page 1,175